- μεγαλόσαυρος
- (Megalosaurus). Γένος δεινόσαυρων που έχει εκλείψει. Οι μ. είχαν πολύ μεγάλο μέγεθος (μόνο το μηριαίο οστό είχε μήκος 1 μ.). Τα μπροστινά άκρα τους κατέληγαν σε πέντε δάχτυλα, τα οποία ήταν πολύ κοντύτερα από τα τετραδάκτυλα οπίσθια. Από τα δόντια τους, που ήταν αιχμηρά και πριονωτά, προκύπτει ότι ήταν σαρκοφάγα. Χαρακτηριστικό είδος του γένους αυτού είναι το Megalosaurusbucklandii, απολιθώματα του οποίου βρέθηκαν το 1824. Ο μ. έζησε κατά την ιουρασική έως την πρώιμη κρητιδική περίοδο στην Ευρώπη.
* * *ο(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος ερπετών που ανήκει στους δεινοσαύρους.
Dictionary of Greek. 2013.